Βασ. Αλεξάνδρου 5 -7
(Έναντι Ξεν. Caravel)
1ος όροφος
Δευτέρα - Τρίτη -
Πέμπτη - Παρασκευή

18.00 - 21.00

Ψώρα

Ψώρα 2018-03-07T15:31:56+00:00

θεραπείες

Θέλετε να κλείσετε ραντεβού;
Συμπληρώστε τα στοιχεία σας
και θα επικοινωνήσουμε σύντομα μαζί σας.




Τι είναι η ψώρα;

Η ψώρα του ανθρώπου είναι μια συχνή, έντονα κνησμώδης, μεταδοτική δερματοπάθεια και των δύο φύλων που μπορεί να εντοπίζεται σε κάθε ηλικία.

Που οφείλεται η ψώρα;

Η ψώρα του ανθρώπου οφείλεται στο παράσιτο S scabiei hominis.
Οι Σαρκοκόπτες (Sarcoptes) είναι παράσιτα που προκαλούν ψώρα σε 40 περίπου θηλαστικά. Αποτελούν φυσιολογικές ποικιλίες ενός και μόνο είδους, του Σαρκοκόπτη της ψώρας.
Το άκαρι της ψώρας του ανθρώπου είναι εξωπαράσιτο αυστηρά και μόνο του ανθρώπου που ολοκληρώνει τον κύκλο της ζωής του στο ανθρώπινο δέρμα και δεν προσβάλλει άλλα θηλαστικά. Αντίθετα το άκαρι της ψώρας των ζώων μπορεί να προσβάλλει τον άνθρωπο, όχι όμως συχνά.

Ποια η συχνότητά της ψώρας;

Περίπου 300 εκατομμύρια νέα περιστατικά ψώρας αναφέρονται κάθε χρόνο σε παγκόσμιο επίπεδο.
Στις αναπτυγμένες χώρες η ψώρα συναντάται σε ιδρύματα (φυλακές) ή σε νοσοκομεία, γηροκομεία, συχνότερα την άνοιξη ή το φθινόπωρο. Η επίπτωση της στις αναπτυσσόμενες χώρες θεωρείται ότι είναι μεγαλύτερη από τις αναπτυγμένες.
Παρόλα αυτά η αληθινή συχνότητα του νοσήματος είναι πολύ δύσκολο να υπολογιστεί αφού δεν πρόκειται για νόσημα που θα πρέπει να δηλωθεί σε αρμόδιους φορείς. Οι όποιες πληροφορίες για το νόσημα αυτό προκύπτουν κυρίως από παρατήρηση.

Πως μεταδίδεται η ψώρα;

Η μετάδοση της ψώρας από το δέρμα του μολυσμένου ανθρώπου στο δέρμα του υγιούς γίνεται πολύ εύκολα με άμεση επαφή αρκεί τα δύο άτομα να μοιραστούν τη νύχτα, το ίδιο κρεβάτι, ανεξάρτητα με το αν θα υπάρξει σεξουαλική επαφή ή όχι (π.χ. παιδιά που κοιμούνται μαζί, μητέρα με το μικρό παιδί). Μάλιστα, όσο πιο στενή και παρατεταμένη είναι αυτή η επαφή, τόσο πιο μεγάλη είναι η πιθανότητα μόλυνσης. Αντίθετα, κατά την στιγμιαία επαφή όπως για παράδειγμα με την χειραψία, είναι εξαιρετικά απίθανη η μετάδοση.
Από την άλλη μεριά, είναι προφανές ότι όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των παρασίτων επάνω στο δέρμα, τόσο μεγαλύτερη είναι και η πιθανότητα μετάδοσης της νόσου.
Το ενδεχόμενο μετάδοσης της ψώρας έμμεσα, δηλαδή από κλινοσκεπάσματα και γενικά από είδη ρουχισμού, όπως επίσης από καλύμματα των επίπλων, μοκέτες, χαλιά, υφίσταται, όμως φαίνεται ότι μια τέτοια περίπτωση είναι σπάνια. Το γεγονός αυτό εξηγείται από το βραχύ χρόνο επιβίωσης του ακάρεος μακριά από την ανθρώπινη επιδερμίδα.
Κατά συνέπεια η μετάδοση της ψώρας στα παιδιά γίνεται με τη σωματική επαφή, π.χ. με ομαδικά παιχνίδια, χοροί, κατάκλιση στο ίδιο κρεβάτι. Στους ενήλικες και ιδιαίτερα της αναπαραγωγικής ηλικίας, η μετάδοση γίνεται κατά κανόνα με τη σεξουαλική επαφή.

Πως εκδηλώνεται η ψώρα;

Το άκαρι της ψώρας έχει μερικές, πολύ καθορισμένες θέσεις προτίμησης σε ορισμένες περιοχές του δέρματος και ιδιαίτερα εκεί όπου το δέρμα είναι λεπτό και άτριχο. Αντίθετα, αποφεύγει περιοχές με υψηλή πυκνότητα τριχών πιθανότατα επειδή παρεμποδίζουν την άνετη πορεία του στην επιδερμίδα κατά τη διάνοιξη της σήραγγας.
Σε άτομα όπου η μετάδοση δεν έγινε με τη σεξουαλική επαφή, το άκαρι εντοπίζεται και αναζητείται στις πλάγιες επιφάνειες των χειρών και ποδών, στην καμπτική επιφάνεια των καρπών, στην περιομφαλική χώρα, στην πρόσθια επιφάνεια των μασχαλών, στην εκτατική επιφάνεια των αγκώνων και στην περιοχή της μέσης. Σε άτομα όπου η μετάδοση έγινε με τη σεξουαλική επαφή, το άκαρι εντοπίζεται πιο συχνά στη γεννητική περιοχή, την κατώτερη κοιλία ή και τους μηρούς. Έτσι στον άνδρα εντοπίζεται στο πέος και το όσχεο, ενώ στις γυναίκες, στη θηλαία άλω και γενικά στην περιοχή που καλύπτεται από τον στηθόδεσμο. Στις περιπτώσεις αυτές η νόσος μπορεί να συνυπάρχει και με άλλα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα. Το τριχωτό της κεφαλής δεν προσβάλλεται κατά κανόνα από την ψώρα.
Κλινικά, η ψώρα χαρακτηρίζεται από τον έντονο κνησμό και το εξάνθημα και είναι αποτέλεσμα της παρουσίας του ακάρεος στην επιδερμίδα και της φλεγμονώδους αντίδρασης του δέρματος στην προσπάθειά του να αποβάλλει το άκαρι. Σχετικές φωτογραφίες είναι διαθέσιμες στο: http://www.erallis.gr/el/content/3-dermatologika-nosemata.

Ποια η θεραπεία της ψώρας;

Για να θεραπευτεί πλήρως ο ασθενής με ψώρα και για να αποτραπεί μια επιδημία ψώρας, αυτός και το περιβάλλον του θα πρέπει να εφαρμόσουν σχολαστικά μια σειρά από ειδικές θεραπευτικές οδηγίες, οι οποίες θα τεθούν από τον Δερματολόγο. Ο τελευταίος είναι υπεύθυνος για να αποφασίσει τον φαρμακευτικό παράγοντα που θα χρησιμοποιηθεί, αφού λάβει υπόψη του πολλές και διάφορες παραμέτρους, μεταξύ των οποίων, τις επιθυμητές και ανεπιθύμητες ενέργειες του φαρμάκου, την μορφή και έκταση της νόσου, την ηλικία του ασθενούς, ενώ επιθυμητή κρίνεται και η εργαστηριακή επιβεβαίωση της νόσου, χωρίς αυτό ωστόσο να καθίσταται πάντοτε εφικτό.

Ποιες οι σημαντικότερες θεραπευτικές οδηγίες για την αντιμετώπιση της ψώρας?

  • Μαζί με τον ασθενή θα πρέπει να υποβάλλονται σε θεραπεία και όλα τα μέλη της οικογένειάς του, καθώς και άτομα που μοιράστηκαν το ίδιο κρεβάτι ή είχαν σεξουαλική ή παρατεταμένη σωματική επαφή με τον ασθενή, έως και 40 ημέρες πριν την εμφάνιση του εξανθήματος, ακόμη και αν δεν παρουσιάζουν σημειολογία ψώρας. Δεν χρειάζεται να υποβληθούν σε θεραπεία άτομα που είχαν οποιαδήποτε τυχαία επαφή με τον ασθενή (πχ χειραψία, κοινωνικό εναγκαλισμό κλπ).

  • Για μεγαλύτερη ασφάλεια πρέπει τα κλινοσκεπάσματα, εσώρουχα και είδη ρουχισμού (πχ κάλτσες, πετσέτες κλπ), που χρησιμοποιήθηκαν από τον ασθενή και το περιβάλλον του κατά την τελευταία εβδομάδα πριν την έναρξη της θεραπείας, να πλυθούν σε πλυντήριο (500C επί 10’) ή να υποστούν στεγνό καθάρισμα σε υψηλή θερμοκρασία. Αντιστοίχως πατώματα και έπιπλα (καρέκλες, πολυθρόνες κλπ) θα πρέπει να καθαρίζονται με ηλεκτρική σκούπα, ώστε να απομακρύνεται από αυτά η μολυσμένη με το άκαρι οικιακή σκόνη, κυρίως στις περιπτώσεις Νορβηγικής ψώρας.

  • Η ποσότητα του σκευάσματος που απαιτείται για μια επάλειψη του σώματος, είναι 30 gr ή ml για έναν ενήλικα μέσου μεγέθους ή για δύο μικρά παιδιά.

  • Ο ασθενής πρέπει να επαλείψει το φάρμακο σε λεπτό στρώμα και ομοιόμορφα σε όλη την επιφάνεια του δέρματος, από το λαιμό και κάτω και δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στα χέρια, τις πτυχές (μεσοδακτύλιες, μασχαλιαίες, μεσογλουτιαίες, υπομαζικές, ομφαλό), καθώς και στο υπωνύχιο των δακτύλων χεριών και ποδιών, αφού πρώτα κοπούν τα νύχια. Η επάλειψη πρέπει να γίνεται το βράδυ πριν την κατάκλιση.

  • Το φάρμακο πρέπει να απομακρύνεται με χλιαρό λουτρό καθαριότητας, μετά από 8 ώρες στα παιδιά και 12 ώρες στους ενήλικες, σύμφωνα και με τις οδηγίες του σκευάσματος. Η χρήση μεγάλων ποσοτήτων φαρμάκου (και όχι επάλειψη σε λεπτό στρώμα), η μη έγκαιρη απομάκρυνσή του με λουτρό καθαριότητας και η επάλειψή του για περισσότερες από τις προβλεπόμενες φορές, μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα ερεθιστική δερματίτιδα εξ επαφής ή και άλλα τοξικά συμβάματα.

  • Από την έναρξη των συμπτωμάτων της ψώρας και μέχρι την διάγνωσή της, συχνά μεσολαβεί ένα χρονικό διάστημα με έντονο κνησμό – ξεσμό. Αποτέλεσμα αυτού είναι συχνά η πρόκληση δρυφάδων, εκδορών με πιθανή εμφάνιση εκζέματος η λειχηνοποίησης ή επιμόλυνσης.Οι βλάβες αυτές καλό είναι να αντιμετωπίζονται πριν την έναρξη της ειδικής αντιψωρικής αγωγής.

  • Ο ασθενής δε θα πρέπει να χρησιμοποιεί σκληρά σφουγγάρια και βούρτσες κατά τη διάρκεια του λουτρού καθαριότητας σε αντίθεση με ότι επί δεκαετίες υποστηριζόταν.

  • Επειδή τα μέχρι σήμερα γνωστά και συνιστώμενα αντιψωρικά φάρμακα δεν είναι ωοκτόνα, η εφαρμογή τους πρέπει να επαναληφθεί μετά από 7-10 ημέρες, σύμφωνα και με τις οδηγίες του εκάστοτε σκευάσματος.

  • Στην Νορβηγική ψώρα, για να είναι επιτυχής η τοπική αντιψωρική αγωγή θα πρέπει να προηγηθεί τοπική θεραπεία με κερατολυτικούς παράγοντες, πχ με αλοιφή σαλικυλικού οξέος 5-8% σε βαζελίνη. Η επάλειψη, τόσο του κερατολυτικού παράγοντα όσο και του αντιψωρικού φαρμάκου, θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει το τριχωτό της κεφαλής και το πρόσωπο (αποφεύγοντας τις περιοχές γύρω από τα μάτια, τη μύτη και το στόμα), καθώς και το υπωνύχιο των δακτύλων χεριών και ποδιών, αφού πρώτα κοπούν τα νύχια.

  • Ο ασθενής ανακουφίζεται από τα συμπτώματα της ψώρας εντός τριών ημερών από την έναρξη της αγωγής, ενώ παύει να μεταδίδει την νόσο περίπου 24 ώρες μετά την θεραπεία με ένα αποτελεσματικό αντιψωρικό παράγοντα.